Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

Κοιτάζω Ψηλά

Ρίχνει έξω βροχή
κι όλα μοιάζουν ευχή...
Ξέρω πως θα είσαι εκεί
μουσική στη σιωπή...

Μια μελωδία μες τη νύχτα, κάτι τρέχει
η τρέλα απ' τη λογική, λιγάκι απέχει.
Μια καρδιά σταματά, μια ψυχή ξεγλιστρά
δύο μάτια και αν είναι τώρα κλειστά...

Μαύρο σκοτάδι έπεσε, κακά μαντάτα ήρθαν
ο ήλιος κρύφτηκε καλά, τα σύννεφα μαυρίσαν
«Τί έγινε ρε παιδιά;», δεν απαντήσαν...
μα το κεφάλι έσκυψαν και ήσυχα δακρύσαν

Κανείς δεν πίστεψε, πως έτσι χάθηκε
εμάς η μοίρα να μας τρελάνει βάλθηκε
εκεί που ο χρόνος για λίγο στάθηκε
ελπίζω, Θέε μου, πόνο να μην αισθάνθηκε...

Αυτός ανήκει σ' αυτούς που 'μείναν πίσω
που όταν έρχεσαι στη σκέψη μου δακρύζω
που όταν γυρνάνε στο σπίτι εσύ λείπεις
για μια στιγμή χαράς, ένας αιώνας λύπης...

Με ένα τραγούδι αγαπημένο, πάντα κοντά μας θα σε φέρνω...
Με ένα τραγούδι αγαπημένο, πάντα κοντά μας θα σε φέρνω...

Τα παλικάρια στη γωνιά, γιατί 'ναι λυπημένα;
Χάσαν τον φίλο τους κι ούτε μιλιά κανένας
χάσαν τον φίλο τους, τ' απόγευμα της Τρίτης
τον παιδικό, τον καρδιακό.. έλα να δεις πως λείπεις

Όλος ο κόσμος έκλαψε κι ο Πειραιάς δακρύζει
και στο Χατζηκυριάκειο μια μάνα ψυθιρίζει
για τον χαμό του γιόκα της, στενάζει και δακρύζει
και τ' όνομά του σιγανά λέει και ψυθιρίζει

«Ο Χάρος δεν λυπήθηκε τα χρόνια σου παιδί μου
Χωρίς εσένα εγώ δεν θέλω τη ζωή μου...
Χάρε γιατί μου στέρησες, στέρησες τη ζωή του
πάρε και εμένα.. Να κοιμηθώ μαζί του...»

Κοιτάζω ψηλά, δεν σε βρίσκω πουθενά
όμως είσαι εδώ, ζωγραφιά στη καρδιά
η ανάσα βαριά, ένα δάκρυ κυλά
μόνο μία αγκαλιά, έστω μια ματιά
ένα νεύμα αγάπης κι ας χανόσουν μετά...

Κόσμος πολύς εδώ μαζεύτηκε για σένα
Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς με πρόσωπα θλιμμένα
Μάτια κλαμμένα, φύλλα κιτρινισμένα
απ' τον αέρα και το κύμα, μακριά παρμένα...

Είναι κι οι φίλοι σου εδώ, είναι κι οι φίλοι σου...
αυτοί που έντυναν χαμόγελο τα χείλη σου
μπορέι να είσαι ψηλά, μα ξέρω πως ακούς
Μάθε η κόλαση είναι για τους ζωντανούς
είναι γι' αυτούς, που μένουν πίσω να θυμούνται
είναι γι' αυτούς, που τα βράδια δεν κοιμούνται...

Και τώρα εδώ, ξανά θα σου το πω
Κοιτάζω ψηλά, δεν σε βρίσκω πουθενά
γιατί είσαι εδώ, ζωγραφιά στη καρδιά
η ανάσα βαριά, που κόβεται σιγά
και εσύ είσαι εκεί, κάνεις τη σιωπή γιορτή
τον πόνο μου σβήνει η δική σου ψυχή...

Τώρα είσαι άγγελος, με τους αγγέλους
και τη γαλήνη σου κέρδισες επιτέλους
να γαληνέψει η ψυχή σου και ο νους
χτύπα τη μπάλα τώρα, σε γήπεδα-ουρανούς

Τώρα σκύβω και σ' αφήνω ένα λουλούδι
τώρα σκύβω και σ' αφήνω ένα τραγούδι
σου αφήνω και ένα γλυκό αντίο
και δάκρυα καυτά, να σε κρατάν' ζεστό στο κρύο...

Και καθως πέφτει στα σπίτια η βροχή
πέφτει η νύχτα στις ζωές και στα όνειρά μας
μόνο μας μένει το να 'μαστε δυνατοί
την απουσία φίλη και πέτρα τη καρδιά μας...

-Μαύρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου